- πτύσαι
- πτύωspit outaor imperat mid 2nd sgπτύωspit outaor inf actπτύσαῑ , πτύωspit outaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
σίαι — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Παφίους) «πτύσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σίαλον] … Dictionary of Greek
σίαλο — και σίελο, το / σίαλον και σίελον, ΝΜΑ το σάλιο αρχ. ιξώδες και κολλώδες υγρό στις αρθρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σι τού αοριστ. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σίαἱ πτύσαι (πρβλ. πτύω / φτύνω) + επίθημα αλον (πρβλ. πέτ αλον, πτύ αλον). Πρόκειται για… … Dictionary of Greek
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek
(s)p(h)i̯ēu- : (s)pi̯ū-, (s)pīu̯ - (*ps(h)i̯ēu- < -ĝʷhi̯ēu -) — (s)p(h)i̯ēu : (s)pi̯ū , (s)pīu̯ (*ps(h)i̯ēu < ĝʷhi̯ēu ) English meaning: to spit Deutsche Übersetzung: ‘speien, spucken” and ähnliche Nachahmungen of Spucklautes Note: die i̯ losen forms at least partly through dissimilation… … Proto-Indo-European etymological dictionary